- разойтись
- разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошлся-шлась, -щлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся,επιρ. μτχ. разойдясь κ. παλ. разошедшись ρ.σ.1. φεύγω (προς διάφορες κατευθύνσεις)•
гости -лись οι φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προορ ισμό του).
2. σκορπίζω, -ομαι,• διαλύομαι•тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν•
толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε.
|| ρευστοποιούμαι, λιώνω•сахар -елся в чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι.
|| χάνομαι, εξαφανίζομαι•морщины -лись οι ρυτίδες χάθηκαν.
3. (απο) χωρίζομαι. || αναμερώ, κάνω μέρος να περάσει.4. χωρίζω•он -елся со своим отцом αυτός χώρισε από τον πατέρα του•
она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της.
|| διαφωνώ, ετερο-γνωμώ, ετεροφρονώ, διίσταμαι.5. χωρίζομαι•дорога -лась ο δρόμος διχάστηκε.
|| αποκλίνω•мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.
6. αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρουσιάζω κενά, χάσματα.7. γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. || (για χρήματα) ξοδεύομαι, δαπανώμαι,8. διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.).9. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. || δυναμώνω•дождь -елся η βροχή δυνάμωσε.
10. μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, με πιάνουν τα μπουρίνια.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.